-
1 автоматика
-
2 автоматика
1. (отрасль науки и техники) η αυτοματική (επιστήμη) 2. (оборудо-вание, устройство) о αυτόματος εξοπλισμός, τα αυτόματα συστήματα 3. (настройки передатчика или приёмника) η αυτόματη ρύθμιση του αναμεταδότη ή δέκτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоматика
-
3 автоматика
автоматикаж ἡ αὐτοματική. -
4 автоматический
автомат||и́ческийприл1. αὐτόματος:\автоматическийи́ческая телефонная станция (АТС) ὁ αὐτόματος τηλεφωνικός σταθμός; \автоматическийи́ческое ору́жие τά αὐτόματα ὀπλα;2. перен (непроизвольный) αὐτοματικός, αὐτόματος:\автоматическийи́ческое движение ἡ αὐτοματική κίνηση. -
5 телемеханика
телемеханика-ж ἡ τηλεμηχανική:автоматика и \телемеханика αὐτοματική καί τηλεμηχανική. -
6 автоматика
-и θ.1. η αυτοματική.2. αυτόματα μηχανήματα.
См. также в других словарях:
αυτοματικός — ή, ό 1. αυτός που συντελείται αυτόματα, από μόνος του 2. το θηλ. ως ουσ. η αυτοματική η τεχνική της παραγωγής αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
στερεοτυπία — η, Ν 1. ιατρ. ανεξήγητη, αναιτιολόγητη αυτοματική και απροσάρμοστη προς τη συγκεκριμένη κατάσταση επανάληψη ήχων, λέξεων, κινήσεων ή χειρονομιών, η οποία απαντά κυρίως στις παιδικές ψυχώσεις και στην κατατονία 2. μέθοδος τυπογραφίας κατά την… … Dictionary of Greek
υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… … Dictionary of Greek
αυτοματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς την επέμβαση της βούλησης ή άμεσης εξωτερικής αιτίας: Η κίνηση των βλεφάρων είναι αυτοματική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)