Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η αυτοματική

См. также в других словарях:

  • αυτοματικός — ή, ό 1. αυτός που συντελείται αυτόματα, από μόνος του 2. το θηλ. ως ουσ. η αυτοματική η τεχνική της παραγωγής αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • στερεοτυπία — η, Ν 1. ιατρ. ανεξήγητη, αναιτιολόγητη αυτοματική και απροσάρμοστη προς τη συγκεκριμένη κατάσταση επανάληψη ήχων, λέξεων, κινήσεων ή χειρονομιών, η οποία απαντά κυρίως στις παιδικές ψυχώσεις και στην κατατονία 2. μέθοδος τυπογραφίας κατά την… …   Dictionary of Greek

  • υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… …   Dictionary of Greek

  • αυτοματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς την επέμβαση της βούλησης ή άμεσης εξωτερικής αιτίας: Η κίνηση των βλεφάρων είναι αυτοματική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»